απάκι

απάκι
το (Μ ἀπάκι) (κ. -κιν, το, πληθ. -κια, τα)
1. τα ψαχνά μέρη του σώματος γύρω από τα νεφρά
2. φρ. «μου 'πεσαν τ' απάκια» — πονάει η μέση μου από την κούραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλωπέκιον «μικρόσωμη αλεπού» — πληθ. αλωπέκια > αλεπέκια > αλπέκια, με συγκοπή > απέκια > απάκια, με βάση την υποκορ. κατάλ. -άκι, -άκια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”